- θεηγενής
- θεη-γενής, ές, poet. for θεογενής, Orph.A.1347, Q.S.6.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεηγενής — θεηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ. τού θεογενής) ο γεννημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πρωτο γενής] … Dictionary of Greek
θεηγενές — θεηγενής masc/fem voc sg θεηγενής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηγενέες — θεηγενής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηγενέος — θεηγενής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηγενέων — θεηγενής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek